Ν​ε​κ​τ​ά​ρ​ι​ο​ς Θ​ε​ο​δ​ώ​ρ​ο​υ & Μ​Ο​Ν​Ο Γ​Υ​Μ​Ν​Ο (2011) - Δ​ι​κ​ή μ​ο​υ η α​γ​ά​π​η​, δ​ι​κ​ή μ​ο​υ κ​α​ι η φ​ω​τ​ι​ά

by Νεκτάριος Θεοδώρου & Μόνο Γυμνό

/
1.
"Βουλή θνητών Ελλήνων" Ένα πρωί, μια Κυριακή, μόλις που είχε φέξει, ξεκίνησα να περπατώ, γραμμή για το Θησείο. Αλλά ο καιρός μου έκανε, θα βρέξει δε θα βρέξει, μα δε με νοιάζει, έλεγα, καλό ειν’ κι αυτό το αστείο. Στο δρόμο καθώς πήγαινα, κοιτούσα τους ανθρώπους, καλοντυμένοι, μα έτρεχαν σαν να έφταιγε το κρύο. Η μούρη τους κακόκεφη, δεν έχουν ούτε τρόπους, μα δε με νοιάζει, έλεγα, καλό ειν’ κι αυτό το αστείο. Φορούσαν το κουστούμι τους, το καλογυαλισμένο και δίπλα τους γυναίκες, λες και πάνε σε πορνείο. Μ’ αρώματα, φορέματα, μια ομορφιά, μια χάρη, μα δε με νοιάζει, έλεγα, καλό ειν’ κι αυτό το αστείο. Στο Σύνταγμα όταν έφτασα, στην άκρη της πλατείας, είδα μια κόρη μοναχή, με ρούχα μπαλωμένα, Άλλοι τη διώχναν μακριά κι άλλοι μ’ αυτή γελούσαν, μα εδώ τ’ αστείο έφυγε πολύ μακριά από `μένα. Δε φώναζε, δεν έβριζε, μα σιγοτραγουδούσε και πούλαγε γαρίφαλα, σαν να `τανε κυρία. Μου γέλασε και μου `γνεψε να κάτσω εκεί κοντά της, Πως σε φωνάζουν φίλε μου, εγώ είμαι η Μαρία. Δεν μπόρεσα να τ’ αρνηθώ και πιάσαμε κουβέντα, Πως γίνετε κι αντέχεις τόσες ώρες μες το κρύο. Και τι να κάνω, μου `λεγε, είναι ακριβή η κουβέρτα. Μα έχω παρέα όλους αυτούς, κοίτα, δεν είναι αστείο; Σαν ανθρωπάκια φαίνονται που πάνε πάνω – κάτω, μα είναι αδειανά τα μάτια τους, άδεια και η ψυχή τους. Μα όσο τους βλέπω δεν μπορώ, γελάω όμως φοβάμαι, μήπως στο τέλος πια και γω, θα γίνω το σκαλί τους. Δε κάνω τίποτα κακό, κερνάω και λουλούδια, και προσπαθώ να ζεσταθώ απ’ τη ματιά εκείνων. Μα εγώ κρυώνω μόνη μου, μαζί με δυο τραγούδια, μπροστά σ’ αυτό που λέτε εσείς “βουλή θνητών Ελλήνων”. Με βλέπουν κάθε πρωινό, μα ούτε που τους νοιάζει, για ένα πιάτο φαγητό να κάθομαι στο κρύο. Μα είναι μικροί, πολύ μικροί και ούτε με πειράζει και πες μου εσύ ρε φίλε μου, είναι κι αυτό ένα αστείο; Αστεία είναι η φάτσα τους, αστεία και η ψυχή τους, αστεία είναι τα όνειρα που τάζουν και πουλάνε. Μα πιο αστείοι όλοι εσείς που είστε το φαΐ τους, που κάθεστε και ακούτε ότι στα μάτια σας κοιτάνε. Εμένα δε με φόβισε ποτέ μου αυτός ο δρόμος, ποτέ μου δε προσκύνησα το άδειο τους μουσείο. Εγώ έχω δίπλα μου ομορφιές, του φεγγαριού το νόμο, εγώ έχω μάθει ν’ αγαπώ κι αυτό δεν είναι αστείο. Μα όλα τα παθαίνουνε απ’ το άδειο τους κεφάλι, είμαστε όλοι δανεικοί, τι προσπαθούν να κάνουν. Αντί να γεύονται χαρές, απ’ της ζωής τη ζάλη, μουτζούρες είναι στο χαρτί, βρωμίζουν ότι πιάνουν. Μα πιο πολύ λυπάμαι, τα παιδιά που μεγαλώνουν, που έχουνε για πρότυπα ληστές και αστυνόμους. Τους δίνετε θολές ζωές, το μέλλον τους ζυμώνουν, να ζήσουνε ανέραστοι με τους δικούς σας ρόλους. Τι γίνεται μ’ όλους αυτούς που στήνουν τους πολέμους; Τι γίνεται μ’ όλους αυτούς που τρώνε την ψυχή σας; τι γίνεται με όλους εσάς, με όλους τους στημένους; Που θέλουν να σταυρώνουνε, κι η αιτία είναι η ζωή σας. Αυτά τα λόγια της μικρής, που γνώρισα εκεί πέρα, Που είχε το δρόμο για οδηγό, το δρόμο για σχολείο, Την πήρα για δασκάλα μου και μέρα με τη μέρα, μου `λεγε όταν έκλαιγα, πως όλα είναι ένα αστείο. (spanish) "Parlamento de los simples mortales Griegos" Una manana de Domingo que apenas amanecia, comence a caminar derecho hacia Thissio. Pero el tiempo no se decidia a llover o no Pero no me importa, dije, esta bueno el chiste. De camino yendo, miraba a las personas. Bien vestidos, pero corrian como si la culpa fuera del frio. Sus caras largas, no tienen ni modales. Pero no me importa, dije, esta bueno el chiste. Llevaba sus trajes, los bien pulidos y a sus lados mujeres, que como que iban al prostibulo. Perfumes y vestidos, una belleza un encanto. Pero no me importa, dije, esta bueno el chiste. A Syntagma cuando llegue, en la esquina de la plaza, vi a una muchachita con ropa vieja descocida. Algunos la empujaban lejos y otros se reian de ella pero aqui el chiste se fue muy lejos de mi No gritaba ni insultaba, solo cantaba bajo. Y vendia flores como toda una senora. Me sonrio y me hizo senas para que me sentara a su lado. - Como te llaman mi amigo, yo soy Maria! No me pude negar y empezamos a conversar. - Como puedes aguantar tantas horas con el frio; - Y que puedo hacer me dijo, la cobija es cara. Pero tengo conmigo a todos los que pasan, mira, no es gracioso. Como personitas que van y vienen. Pero con sus miradas vacias, vacias tambien sus almas. Pero con tanto que los veo no puedo, me rio pero me da miedo, quizas al final yo tambien me convierto en su piso. No hago nada malo, regalo solo flores. Y trato de calentarme con sus miradas. Pero me muero del frio solo, junto a dos canciones, delante de esto que ustedes llaman el “Parlamento de los simples mortales Griegos” Me ven todas las mananas pero ni siquiera les interesa, que por un plato de comida paso frio. Pero son pequenos, tan pequenos que ni me importa. Pero dime tu mi amigo, es esto tambien un chiste¬; Un chiste son sus caras, un chiste son sus almas. Un chiste son los suenos que prometen y venden. Pero peor ustedes que los alimentan, que se sientan y les escuchan lo que les dicen a los ojos. A mi no me asusto nunca este camino. Nunca comulgue ante su museo vacio. Yo tengo a mi lado belleza, de la realidad de la luna. Yo he aprendido a amar y eso no es un chiste. Pero todo lo que nos pasa es por sus cabezas vacias. Somos todos forasteros, que tratan de hacer. En lugar de disfrutar las cosas bellas de la vida. Borrones hay en el cuadro, ensucian todo lo que tocan. Pero mas dolor me dan los ninos que crecen. Que tienen como ejemplo a ladrones y policias. Les venden suenos borrosos mientras forjan su futuro, vivir sin amor interpretando sus papeles. Que pasa con todos aquellos que provocan guerras; Que pasa con todos aquellos que se comen sus almas; Que pasa con todos ustedes, con todos los vendidos, que quieren crucificar y la razon es su vida. Estas palabras de la pequena que conoci alli. Que tuvo la calle como conductor, la calle como escuela. La tome como mi maestra dia a dia. Me decia cuando lloraba, que todo era un chiste. Ελεύθερη μετάφραση: Fuly Benipsalti
2.
"Περάσαν τα χρόνια μαζί με εμάς" Κοιτάς το φεγγάρι κι αυτό... σου τραγουδά μπαλάντες που καίνε. Μπαλάντες που κλαίνε. Τι ομορφιά να δεις! Όνειρα φεύγουν, πετούν. Για την αγάπη να τραγουδούν. Κοιτάξτε τις αύρες στη θάλασσα να τρέχουν κι εγώ κοντά! Ρωτάω το φεγγάρι κι αυτό... αν έχει δει ανθρώπους να καίνε, ανθρώπους να κλαίνε στην ομορφιά μπροστά. Περάσαν τα χρόνια μαζί με εμάς, μα εσύ επιμένεις και τραγουδάς για ότι πιο όμορφο υπάρχει στη ζωή κι όμως δε ζεις καλά. Έχεις ξεχάσει να ζεις!
3.
"Ω! Φρίδερ" Στέκεται γωνιά, δίπλα στα φανάρια και πουλάει σακουλάκια στα περαστικά αυτοκίνητα. Γράφουν επάνω τους... «Καλή σας μέρα» Στη γειτονιά τον ξέρουν με τ' όνομα Φρίδερ. Και η ζωή του όλη μια αστεία ιστορία. Τον βάφτισαν οι γέροι το παιδί του αέρα. Για ρούχο ένα κουρέλι κι είναι εκεί όλη μέρα. Ω! Φρίδερ - Ω! Φρίδερ, στη χώρα της ζωής. Εκεί που όλοι πεθαίνουν και μοιράζουν το γκέτο. Ο νόμος που ισχύει είναι τώρα η σιωπή. Μαθαίνει να μην έχει ούτε Θεό, ούτε Μύθο. Τα πρόσωπα σε γυάλινες μικρές σακούλες, Αυτοκίνητα χαζεύουν την «καλή του την μέρα». Χαμόγελα σε μάτια που σκεπάζουν τη χαρά. Ω! Φρίδερ!!! Ένα όμορφο θύμα.
4.
"Κόκκινο κρασί" Σ' εκείνο το σπίτι που θυμάμαι στόλιζα γιορτές. Σ' εκείνο το σπίτι, που το 'βλεπα να χάνεται. Περάσαν τα χρόνια και το είδα πάλι εχθές. Σ' εκείνο το όνειρο που έμοιαζε παραμύθι. Είδα το δωμάτιο, με τις πολλές αφίσες κολλημένες στον τοίχο. Το κρεβάτι που έτριζε κι εμένα στη γωνιά, με μια κιθάρα παρέα. Είδα το φως να μπαίνει στα κρυφά έτσι αθώα για να γράφει στιγμές που αναζητούνε. Λίγη στοργή, λίγη αγάπη, λίγη ευτυχία... Σε είδα κι εσένα να κλαις! Σ' εκείνο το σπίτι που το φώτιζαν χαμόγελα. Σ' εκείνο το σπίτι τα βράδια που περάσαμε. Το είδα γεμάτο από τους φίλους και τις παρέες που πίναμε. Το είδα την νύχτα να φωτίζει ότι ζούσε. Στην άκρη το σεντόνι λερωμένο απ' του έρωτα το κόκκινο κρασί. Την ιδρωμένη φανέλα που μου ζήτησες να πάρεις τη στιγμή να θυμάσαι. Ήταν η πρώτη φορά που σε είδα να γυρνάς στο δωμάτιο γυμνή. Ήταν η πρώτη φορά που με ένιωσες... Ήταν η πρώτη φορά!!! Ήταν η πρώτη φορά Κι εγώ σε είδα να κλαις Και μ' ένα δάκρυ αγάπης να λες πως: -Είναι η πρώτη μου φορά. Ήταν η πρώτη φορά. Και λίγο κόκκινο, κόκκινο κρασί. Και λίγο κόκκινο κρασί γιατί είναι η πρώτη μου φορά!!!
5.
"Με δυο μικρά μαχαίρια" Μυρωδικά τα γέλια σου. Μήτρες κοιτούν τα μάτια. Χαμόγελα που στάζουνε, δάκρυ σε δυο κομμάτια. Βύζαξες την αγάπη μου, θεάς, με πόρνης χέρια. Σκούπισες τον ιδρώτα μου με δυο μικρά μαχαίρια. Με δυο μικρά. Με δυο μικρά. Με δυο μικρά. Με δυο μικρά μαχαίρια. Μες στο λευκό χιτώνα μου μαύρο είναι το αίμα. Ματώνεις τον Χειμώνα μου και ζεις χωρίς εμένα. Μες στο κορμί σου ήθελες, θεού ευνούχου χέρια. Ελπίδα που με σκότωσες με δυο μικρά μαχαίρια. Με δυο μικρά. Με δυο μικρά. Ελπίδα που με σκότωσες με δυο μικρά μαχαίρια.
6.
"Μυρίζω αγάπη. Μοιράζω αγάπη" Μικρά παιδιά που όλο παίζουν, με το βρώμικο αέρα. Μπάτσοι που πνίγουν τους νεκρούς, μέσα στην άσπρη άμμο. Κι εγώ σα φάντασμα που κρύβετε πιο πέρα. Μυρίζω αγάπη -- Μοιράζω αγάπη Μ' αυτό το άψυχο το σώμα, κάποιου χαζού κομπάρσου. Και τη φωνή κατεστραμμένη απ' το τελευταίο μου λάθος. Μου δίνεις στέφανα απ' αυτά, που πάντα λένε "γεια σου". Και η ψυχή μου να δακρύζει πεταμένη εκεί στο βάθος. Δώσε μου αντίο απ' αυτό, που πάντα με σκοτώνει. Δως μου χαρές που τις φυλάξαν, το Σάββατο οι Διαβόλοι. Έχω έναν Άγγελο επάνω μου, που ο Ήλιος τον παγώνει. Αυτόν που διώξαν οι ουρανοί, που ξέθαψε το χιόνι. Μα εγώ θυμάμαι όταν πίναμε απ' το ίδιο το ποτήρι. -Μοιράζω αγάπη, σου 'λεγα. -Ποτέ να μην τελειώσει. Κι εσύ μου φώναζες δειλά, το τελευταίο μου χατίρι, Μα έβλεπα πάνω σου σιωπές, χαρές που μ' έχουν διώξει.
7.
Lyrics: Excerpts from the Homeric Hymn "On Apollo" Στίχοι: Αποσπάσματα από τον Ομηρικό ύμνο "ΕΙΣ ΑΠΟΛΛΩΝ" Τον μακρορίχτη Απόλλωνα δε θα ξεχνώ, θα ψάλλω, που τρέμουν μπρος του οι θεοί, στο Δία σαν πηγαίνει. Όλοι του προσηκώνονται καθώς κοντά τους φτάνει, όταν τα λαμπρά τόξα του αρχίζει να τεντώνει... ... Σένα τον πολυύμνητο πως να υμνήσω τώρα; Ψάλλουν ύμνους για χάρη σου Απόλλωνα, παντού στον κόσμο... ... Σ’ έλουζαν με καλά νερά θεές, πρωινέ Φοίβε, καθαρά και αγνά και μ’ άσπρα σε σπαργάνωσαν ρούχα λεπτούφαντα, καινούρια. Σου `βάλαν και χρυσή ζωνη Φοίβε. Η μάνα σου χρυσόσπαθο δε σ’ έκανε Απόλλωνα, όμως η θεά Θέμιδα, νέκταρ και ποθητή αμβροσία με χέρια αθάνατα σου έδωσε και η Λητώ χαιρόταν που τοξοφόρο και δυνατό παιδί είχε γεννήσει. ... Όταν αθάνατη τροφή έφαγες Φοίβε, τότε σπαρτάριζες. Δε σ’ έπιαναν πια οι χρυσές οι ζωνες. Δεσίματα δε σ’ έδεναν και λύνονταν οι άκρες. ... Κι όταν εσύ μακρορίχτη, ακούρευτε Απόλλωνα στις θεές μιλούσες, έλεγες: -Aς αγαπώ την κιθάρα και τα καμπύλα τόξα. Τη γνήσια βουλή του Δία θα λέω στους ανθρώπους. ... Γιε του Δία και της Λητώς, χαρά κι εσύ να έχεις Κι άλλα τραγούδια θα σου πω για χάρη σου και πάλι.
8.
"Όταν χορεύεις δανεικά" Πες μου πως γίνετε να νιώσω τη χαρά. Όταν γυρνάς και μου τσακίζεις τ' όνειρό μου. Όταν τη στάχτη μου σκορπίζεις σιωπηλά. Όταν χορεύεις δανεικά για το καλό μου. Πως νιώθω ιδρώτα στη δική σου μυρωδιά. Με ανάσα πόρνης η χαρά κι ο θάνατός μου. ΔΙΚΗ ΜΟΥ Η ΑΓΑΠΗ - ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΦΩΤΙΑ Και δεν με νοιάζει να καώ στο γυρισμό μου. Δως μου ένα δάκρυ να στολίσω ένα θεό. Για να το πιει, για να ποτίσει την πληγή μου. Κοίτα πως είμαι όταν ουρλιάζω σαν μωρό. Όταν χορεύοντας σαπίζεις στο κορμί μου. Πως θες να φτιάξω όσα δε μπόρεσα να δώ. Όταν το σώμα μου το γέμισες χειμώνες. Που με κρυώνουν, με τρομάζουν, με μισούν. Σαν τη φωτιά που κρύβει μέσα παγετώνες. Μη με ρωτήσεις και μη θρηνείς. Μη τραγουδήσεις, για ό,τι καινούριο δούμε. Κοίτα στο χρόνο ό,τι έχει μείνει απ'την αυγή. Αυτά που έθαψα αν θα υπάρχουν, αν θα ζούμε.
9.
"Θα 'χω ξεχάσει και θα 'χω ξεχαστεί" Όταν το θέατρο θα φύγει απ' τη ζωή μου, θα είναι κόκκινο το γέλιο στη ψυχή τους. Όταν τα βράδια θα μεθούν στις μελωδίες μου, θα 'χω ξεχάσει και θα 'χω ξεχαστεί Όταν οι αύρες τους θα σβήσουν τη φωτιά μου, τότε οι άνεμοι θα ουρλιάζουν και θα κλαίνε. Όταν οι θάλασσες θα πνίξουν τη χαρά μου, θα 'χουν ξεχάσει και θα 'χω ξεχαστεί Τότε οι θεοί τους, θα με λατρέψουν. Μα δε θα υπάρχω και θα ΄χω ξεχαστεί. Τότε οι δαίμονες, θα μ' αγαπήσουν. Μα δε θα υπάρχω και θα ΄χω ξεχαστεί. Θα προσκυνήσουμε ξανά, αίμα και θειάφι. Και κλάμα μάνας θα ποτίζει την ματιά τους. Δε θα φυτέψουμε ξανά, φιλιά κι αγάπη. Μα δε θα υπάρχω για να βλέπω τη χαρά τους. Θα σας φροντίζω όμως μ' αρώματα και λάσπη. Θα βάζω λύκους να φυλάνε τη φωλιά σας. Κι όταν νυστάξω απ' τις κακές φωνές που κλαίνε. Θα 'χω ξεχάσει και θα 'χω κοιμηθεί Τότε οι θεοί τους, θα με λατρέψουν. Μα δε θα υπάρχω και θα ΄χω ξεχαστεί. Τότε οι δαίμονες, θα μ' αγαπήσουν. Μα δε θα υπάρχω και θα ΄χω ξεχαστεί.
10.
"Πληρώνω τη συνήθεια" Ψεύτικα όλα. Να δω γυμνός τις αλήθειες και να τρέξω. Πίσω απ’ το φόβο μου. Το σώμα μου πληρώνω και μαθαίνει. Να ξεχειλίζει, το δάκρυ της ζωής κι όλο με σπρώχνει, μέσα στα μάτια μου, χαρούμενος είναι ο κόσμος που κοστίζει. Πληρώνω την αγάπη. Πληρώνω τη συνήθεια που πονάει. Πληρώνω την αγάπη μου. Πληρώνω τη συνήθεια που πονάει. Όλος ο κόσμος. Ολόγυμνες οι χαρές, δώρα του μύθου. Αιώνιες οι αγάπες μου. Χαμόγελα είναι που πνίγουν τα όνειρά μου. Μαζί σου να φλερτάρω. Την ώρα και το χρόνο που περνάει. Ανάμεσα σε εμένα κι αυτή την πρόστυχη ζωή που κάνω. Πληρώνω την αγάπη. Πληρώνω τη συνήθεια που πονάει. Πληρώνω την αγάπη μου. Πληρώνω τη συνήθεια που πονάει. Ψεύτικα όλα. Να δω γυμνός τις αλήθειες και να τρέξω. Πίσω απ’ το φόβο μου. Κι αυτός ο δρόμος που λέει «Οδός Ονείρου» Να ξεχειλίζει. Ότι μισούσα, ότι αγαπούσα, για να αντέξω. Μέσα στα μάτια μου. Χαρούμενος είναι ο κόσμος του χαμένου. Πληρώνω την αγάπη. Πληρώνω τη συνήθεια που πονάει. Πληρώνω την αγάπη μου. Πληρώνω τη συνήθεια που πονάει.
11.
"Ο εμποράκος" Εκεί στην πλατεία, καρφωμένος γυρνώ. Δεν ξέρω που πατάω και που να σταθώ. Είναι όμορφα. Είναι όμορφα! Είναι όμορφα εκεί ψηλά! Τα μάτια μου λίγο κόκκινα. Δεν πειράζει, μωρέ. Δε βαριέσαι! Περπατούσα πάνω – κάτω. Είναι βράδυ κι έχω στεγνώσει. Κι ένας τυπάκος με γένια, μου δίνει αυτό για να μου περάσει. - Ρε φίλε μου καλή σου τύχη και καλό σου ταξίδι. Να ξέρεις όμως... μονάχος θα είσαι πάντα. Μου το ‘χε πει ρε γαμώτο! Περνούσανε οι μέρες και τον έβλεπα να ψιλοχάνεται. Αλλά περνούσανε και οι νύχτες κι εγώ κρύωνα, κρύωνα συνέχεια. Στην τηλεόραση ένα βράδυ, λέει “τον βρήκανε σημαδεμένο”!!! Ήταν εντάξει όμως ρε φίλε κι εγώ... δεν έχω τίποτα. Τίποτα πια. Μου ‘χε δώσει όμως θυμάμαι, κάτι μικρό, κάτι ωραίο. Πως μου το ‘πε να δεις; Ένα μολύβι. Ένα κόκκινο μολυβάκι. Να ζωγραφίζω μου ‘χε πει, κάτι που έχασε, κάτι που έχασα. Αυτό που το ‘χουν βαφτίσει οι παλιάτσοι ζωή.
12.
"Να με θυμάσαι" Βλέπω τις σκέψεις μου να γίνονται τραγούδια. Βλέπω τον ήλιο μου να κλαίει σ’ αγαπώ. Και την ανάσα σου που δρόσιζε λουλούδια. Χωρίς να ξέρεις ότι πονάω με ό,τι θα δω. Είμαι ένα όνειρο που όνειρα δε βλέπει. Κι εσύ η χαρά μου στο τελευταίο μας φιλί. Έλα κοντά, άσε το χρόνο, άστον να τρέχει. Εκεί που βάφτισαν οι άγγελοι ζωή. Σαν ένα όνειρο. Σαν ένα όνειρο. Σαν ένα όνειρο που ξέθαψε η ζωή. Σαν ένα όνειρο. Σαν ένα όνειρο. Παρ’ την κουβέρτα. Σκέπασέ μου το παιδί. Βλέπω τον άνεμο, να γίνετε σεντόνι σου. Βλέπω τη νύχτα, να σου χτενίζει τα μαλλιά. Και το φεγγάρι να πλαγιάζει στο μπαλκόνι σου. Κι εγώ να πίνω, μοναχός σε μια γωνιά. Μια ιστορία, που δεν μέθυσε στα χρόνια της. Μια ιστορία, που δε θα ‘χει τελειωμό. Θεέ, πάρε το δάκρυ μου και κάν’ το μαξιλάρι της. Και για όλα αυτά, θα φταίω πάλι μόνο εγώ. Σαν ένα όνειρο. Σαν ένα όνειρο. Είναι παιχνίδι, που μου χάρισε η ζωή. Σαν ένα όνειρο. Σαν ένα όνειρο. Παρ’ την κουβέρτα. Μην κρυώσει το παιδί.
13.
Ορχηστρικό
14.
"Νέα τάξη πραγμάτων (μέρος Α)" - Πες μου μπαμπά μου: Τι είναι αυτό; - Αυτό κόρη μου είναι μια πεταλούδα. - Είχατε τότε εσείς πεταλούδες; - Όταν ήμουνα κι εγώ παιδάκι, σαν κι εσένα. - Κι αυτά εδώ τα κόκκινα; Τι είναι; - Αυτές είναι παπαρούνες. - Είχατε και παπαρούνες τότε; - Τότε υπήρχαν μεγάλα χωράφια γεμάτα από αυτά τα όμορφα λουλούδια. Κι εμείς τρέχαμε και παίζαμε εκεί. Κι όταν ερχόταν η Άνοιξη... τις μαζεύαμε και τις βάζαμε σε μεγάλα ανθοδοχεία για να στολίσουν το σπιτικό μας. - Άνοιξη; Μπαμπά... τι είναι Άνοιξη; - Η Άνοιξη, ήταν μία από τις τέσσερις εποχές που είχαμε τότε. Αλλά θύμωσε πολύ με τους ανθρώπους και έφυγε. - Κι αυτά τα άσπρα εδώ; Τι είναι; - Αυτά είναι άσπρα σύννεφα. - Κι αυτά που έχουμε εμείς γιατί είναι μαύρα; - Από τη στεναχώρια τους κορίτσι μου. Στενοχωριούνται με όλα αυτά που τα άσχημα που βλέπουν να κάνουν οι άνθρωποι. Μα πιο πολύ στενοχωριούνται... με αυτούς που τα βλέπουν όλα αυτά και δεν κάνουν τίποτα. - Κι αυτό εδώ; - Αυτός είναι ο ήλιος. - Μπαμπά... αυτός είναι κίτρινος! Γιατί ο δικός μας είναι κόκκινος; - Γιατί ο δικός μας μάτωσε αγάπη μου. Μάτωσε. Τον χτύπησαν οι άνθρωποι και μάτωσε. Τον πλήγωσαν. Τον χτύπησαν και μάτωσε. - Μπαμπά μου φοβάμαι. Φοβάμαι. - Όχι μωρό μου, δεν πρέπει να φοβάσαι. Πρέπει...

about

Νεκτάριος Θεοδώρου & Μόνο Γυμνό
Τίτλος cd: "Δική μου η Αγάπη, δική μου και η Φωτιά"
Έτος κυκλοφορίας: 2011
Παραγωγή: Νεκτάριος Θεοδώρου

Έπαιξαν οι μουσικοί:

1. "Bουλή θνητών Ελλήνων"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - ρυθμ.κιθάρα, Παναγιώτης Μαθικολώνης: σόλο κιθάρα,
Βασίλης Πλαγιανός: μπάσο, Δημήτρης Παύλου: τσέλο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

2. "Περάσαν τα χρόνια μαζί με εμάς"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - ρυθμ. & σόλο κιθάρα, Παναγιώτης Μαθικολώνης: σόλο κιθάρα - μπάσο, Δημήτρης Παύλου: τσέλο, Γιώργος Κάγκαρης: ακορντεόν, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

3. "Ω! Φρίδερ"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - 2ες φωνές, Παναγιώτης Μαθικολώνης: ρυθμ. & σόλο κιθάρα - μπάσο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

4. "Κόκκινο κρασί"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - ρυθμ. & σόλο κιθάρα - synth, Σάντρα Χαραλάμπη: 2ες φωνές, Παναγιώτης Μαθικολώνης: σόλο κιθάρα, Βασίλης Πλαγιανός: μπάσο, Γεωργία Καμινιώτη: κλαρινέτο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

5. "Με 2 μικρά μαχαίρια"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - 2ες φωνές - ρυθμ.κιθάρα - synth, Γεωργία Καμινιώτη: ερμηνεία, Παναγιώτης Μαθικολώνης: σόλο κιθάρα - μπάσο, Δημήτρης Παύλου: τσέλο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

6. "Μυρίζω αγάπη, μοιράζω αγάπη"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - 2ες φωνές - ρυθμ.κιθάρα - τύμπανα - synth,
Στέλλα Πάνου: 2ες φωνές, Παναγιώτης Μαθικολώνης: σόλο κιθάρα - μπάσο

7. "Προσευχή στο θεό Απόλλωνα"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - 2ες φωνές - ρυθμ.κιθάρα - synth, Στέλλα Πάνου: 2ες φωνές, Παναγιώτης Μαθικολώνης: μπάσο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

8. "Όταν χορεύεις δανεικά"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία, Παναγιώτης Μαθικολώνης: ρυθμ. & σόλο κιθάρα - μπάσο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

9. "Θα 'χω ξεχάσει και θα 'χω ξεχαστεί"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - ρυθμ. κιθάρα, Δημήτρης Σαββόπουλος: πιάνο
Δημήτρης Παύλου: τσέλο, Παναγιώτης Μαθικολώνης: μπάσο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

10. "Πληρώνω τη συνήθεια"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - ρυθμ. κιθάρα, Παναγιώτης Μαθικολώνης: σόλο κιθάρα - μπάσο, Δημήτρης Παύλου: τσέλο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

11. "Ο εμποράκος"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία - ρυθμ. κιθάρα, Παναγιώτης Μαθικολώνης: σόλο κιθάρα - μπάσο, Γιώργος Κάγκαρης: ακορντεόν, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

12. "Να με θυμάσαι"
Νεκτάριος Θεοδώρου: ερμηνεία, Νίκος Χατζάκης: πιάνο, Παναγιώτης Μαθικολώνης: σόλο κιθάρα, Βασίλης Πλαγιανός: μπάσο, Ντίνος Τσακίρης: τύμπανα

13. "Φωνές Αγγέλων"
Νεκτάριος Θεοδώρου: synth - ξυλόφωνο - τυμπάνι

14. "Νέα τάξη πραγμάτων (Μέρος Α!)"
Νεκτάριος Θεοδώρου: synth, Σωτήρης Παπαμιχαήλ: ερμηνεία,
Μαργαρίτα Καλογεροπούλου: ερμηνεία

Τραγούδια 1-2-3-4-5-6-8-9-10-11-12-13-14 (Στίχοι - Μουσική : Ν.Θεοδώρου)
7 (Αποσπάσματα από τους Ομηρικούς ύμνους στο θεό Απόλλωνα
Μουσική : Ν.Θεοδώρου)

credits

released June 23, 2017

license

all rights reserved

tags

about

ΜΟΝΟ ΓΥΜΝΟ Athens, Greece

Μόνο Γυμνό
και η αρχή της ιστορίας του από το 1998, κρατώντας από τότε την ίδια στάση υποστηρίζοντας ακούραστα την ελληνόφωνη ροκ σκηνή.
Δυνατοί! Με θέση! Με άποψη!

Οι Μόνο Γυμνό, έχοντας ξεπεράσει τα 20 πλέον χρόνια ενεργά στην ελληνόφωνη ροκ σκηνή, επάξια έχουν πλέον καθιερωθεί ως από τους πιο σταθερούς και ακούραστους υποστηρικτές της.
... more

contact / help

Contact ΜΟΝΟ ΓΥΜΝΟ

Streaming and
Download help

Report this album or account

If you like Νεκτάριος Θεοδώρου & ΜΟΝΟ ΓΥΜΝΟ (2011) - Δική μου η αγάπη, δική μου και η φωτιά, you may also like: